χαράδρα

χαράδρα
I
Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων.
1. Πόλη της Μεσσηνίας, που την ίδρυσε ο Πέλοπας (Πέλωψ).
2. Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, χτισμένη σε απόκρημνο λόφο κοντά στη σημερινή Σουβάλα. Την εποχή των Μηδικών πολέμων καταστράφηκε από τον Ξέρξη, αλλά ξαναχτίστηκε για να καταστραφεί εκ νέου από τον Φίλιππο B’. Αργότερα επανιδρύθηκε και διατηρήθηκε επί πολλά χρόνια.
II
Oνομασία 2 οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ.) του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυδέντρου.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέχρου.
* * *
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαράδρη Α
επίμηκες βαθύ άνοιγμα γης, κυρίως σε πλαγιά λόφου ή βουνού
νεοελλ.
μτφ. κάθε βαθύ και στενό άνοιγμα ή πτυχή σε οποιαδήποτε επιφάνεια
αρχ.
1. χείμαρρος που ρέει ορμητικά στις πλαγιές λόφου ή βουνού
2. σπήλαιο («ἑὴν νόστησε χαράδρην», Οππ.)
3. βράχος
4. τεχνητός οχετός για τη διοχέτευση νερού
5. μτφ. α) βαθιά πληγή μετά από τραυματισμό
β) βραχνή φωνή
γ) μεγάλος αριθμός λέξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. χαράδρα έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας τού χέραδος* «πέτρα, χαλίκι» με επίθημα -ρα (πρβλ. πέτ-ρα, χώ-ρα), κατά το σχήμα ἕδος: ἕδρα, ἔχθος: ἔχθρα. Αντίθετα, η σύνδεση τής λ. με το ρ. χαράσσω, αν και υποστηρίζεται συχνά, δεν θεωρείται αρκετά πιθανή. Η λ. χρησιμοποιείται επίσης και ως τοπωνύμιο, ενώ ο μεταπλασμένος κατά τα αρσ. τ. Χάραδρος, όν. ποταμού, απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. Karadoro). Με τη λ. χαράδρα, τέλος, πρέπει μάλλον να συνδεθούν και τα τοπωνύμια τής Μακεδονίας Γαλάδρα(ι) και Γάλαδρος, καθώς και οι τ. Χαλάδριοι / Χαράδριοι, όν. λαού τής Ήλιδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαράδρα — χαράδρᾱ , χαράδρα mountain stream fem nom/voc/acc dual (ionic) χαράδρᾱ , χαράδρα mountain stream fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαράδρα — Χαράδρᾱ , Χαράδρη mountain stream fem nom/voc/acc dual Χαράδρᾱ , Χαράδρη mountain stream fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαράδρᾳ — Χαράδρᾱͅ , Χαράδρη mountain stream fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράδρᾳ — χαράδραι , χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράδρα — η άνοιγμα πλατύ του εδάφους που σχηματίστηκε από την ορμητική ροή των νερών, φαράγγι, ρέμα, λαγκάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαράδρας — χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem acc pl (ionic) χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράδραι — χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράδραν — χαράδρᾱν , χαράδρα mountain stream fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαράδρας — Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem acc pl Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Харадра — (Χαράδρα): 1) городок в Фокиде, лежавший на крутой безводной скале, недалеко от г. Лилеи; внизу скалы протекал источник Харадр, откуда жители добывали воду. X. входила в состав фокейского союза; во время нашествия Ксеркса (480 г. до Р. Хр.) она… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”